- ζευκτήρας
- ο (Α ζευκτήρ, θηλ. ζεύκτειρα)ιμάντας με τον οποίο δένεται το βόδι στον ζυγόαρχ.1. αυτός που ενώνει δύο ζώα κάτω από τον ίδιο ζυγό2. θηλ. «ζεύκτειρα» — επίθετο τής Αφροδίτης, τής θεάς τού γάμου.[ΕΤΥΜΟΛ. ζευκ-τήρ < *ζευγ-κτήρ < ζεύγνυμιπρβλ. και αρχ. ινδ. yoktar-].
Dictionary of Greek. 2013.